γλεντίζω
Смотреть что такое "γλεντίζω" в других словарях:
γλεντίζω — βλ. γλεντώ … Dictionary of Greek
γλεντώ — ( άω) και γλεντίζω 1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι 2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.) 3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε… … Dictionary of Greek